Παύλια Αρκαδίας

Καλοκαίρι του 2004, στο καφενείο του χωριού με τους: πάτερ Αντώνιο Τουμπέκη, Μπαϊλό Κωνσταντίνο, Γούτο Γεώργιο, Κόλλια Αθανάσιο, Φουντά Γ., Τσακογιάννη Β., Καραλέκα Ιωάν. και τη κυρά Λένη. Τραγούδησαν τρεις ώρες ασταμάτητα τραγούδια της περιοχής:



«Γιά δέστε το μαριόλικο»
(τσάμικος)

«Γιά ιδέστε το μαριόλικο και το μαριολεμένο
πως βάζει το αϊ ρουσσούλα μου πως βάζει το αχ το φεσάκι του...
Ρε πως βάζει
το φεσάκι του σα να ΄ναι μεθυσμένο
κείνο κρασί αϊντες στρώσε κι έρχομαι κείνο κρασί κρασί δεν έπινε...
Κείνο κρασί δεν έπινε ρακί γιά να μεθύσει
η αγάπη το αϊντε σπάστα χάλαστα η αγάπη το βρε το βαλάντωσε...
Βρε η αγάπη το βαλάντωσε το ΄χει βαλαντωμένο
σαράντα κί ωρέ κίτρινα φλουριά...»


«Ενα λεβέντης χόρευε»
(τσάμικος)

«Ένας λεβέντης χόρευε μωρέ σε μαρμαρένιο αλώνι
και η κόρη που τον αγαπάει μωρέ κι η κόρη που τον θέλει
από μακριά τον χαιρετάει μωρέ κι από κοντά του λέει
Πού ΄σουν εψές λεβέντη μωρέ πού ΄σουν προψές το βράδυ
Εψές ήμουν στη μάννα μου μωρέ προψές στην αδελφή μου
κι απόψε θα ΄ρθω σπίτι σου μωρέ να κοιμηθούμε αντάμα»


«Να πέθαινα και να ΄βρεχε»
(τσάμικος αργός)

«Να πέθαινα και να ΄βρεχε ν΄αργήσουν να με θάψουν
γιά να ξυπνήσω και να ιδώ τι μάτια θα με κλάψουν
να ιδώ κι όλους τους φίλους μου γιά μένα τι θα πούνε
να ιδώ και την αγάπη μου τα μαύρα τα μαύρα θα φορέσει»

«Χαριτωμένη συντροφιά»
(της τάβλας)

«Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω
κι εγώ τους λέω δεν μπορώ κι αυτοί μου λεν΄ τραγούδα

(δίστιχο σε 7σημο συρτό:
Θεός να τη φυλάει την αμπελοκουτσούρα
που κάνει τη φτωχολογιά και τα ξεχνάει ούλα)

Κρατάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω
και βάλτε μου παλιό κρασί να πιώ να τραγουδήσω
να πω τραγούδια όμορφα και παραπονεμένα»


«Απόψε είδα στον ύπνο μου»
(της τάβλας)

«Απόψε είδα στον ύπνο μου είδα και στ΄ονειρό μου
είδα ΄να φίδι με φτερά φίδι με δυό κεφάλια

(δίστιχο σε 7σημο συρτό:
Ψηλό μου κυπαρίσσι γέρν΄ η κορφάδα σου
και ποιός θα τη γλεντήσει την ομορφάδα σου)

Το μάλωσα το χτύπησα μα ΄κείνο πάνω πέφτει

(δίστιχο σε 7σημο συρτό:
Γιά σέν΄ τα λέω τούτα κι αν θέλεις άκουστα
πάρε χαρτί μολύβι και κάτσε γράψε τα )

Σιγά μαννούλα μ΄ καημένη μάννα τ΄όνειρο»


«Πανάθεμά σας βάσανα»
(τσάμικος)

«Πανάθεμά σας βάσανα πανάθεμά σας πόνοι
τον άνθρωπο γεράζετε προτού να ΄ρθούν οι χρόνοι
Προτού την ώρα μ΄γέρασα κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου

(δίστιχο σε 7σημο συρτό:
τα λούλουδα θέλουν δροσιά τα κυπαρίσσια αέρα)

με γέρασεν η ξενιτειά τα έρημα τα ξένα»

ακολουθεί 7σημος συρτός:

«Αμάν τα νιάτα και η λεβεντιά δεν έρχονται όλη μέρα
ρε Χαϊδω ΄μ τι εζήλεψες σ΄αυτόν το Χατζηγιάννη
Αμάν εζήλεψα την λεβεντιά και το χορό που κάνει
Πάν΄τα νιάτα πάντα κι άλλη δεν ξαναγυρίζουν πάλι»




«Στυλιανή»
(τσάμικος)

«Σιγά σιγά μωρή Στυλιανή σιγά σιγά που περπατείς
σιγά σιγά που περπατείς και τη μεσούλα σου κρατείς
Κάνεις τους γιούς και σφάζονται γέρους να ξεμαλλιάζονται
κάνεις μένα τ΄ορφανό να βρω μαχαίρι γιά να σφαγώ»


«Τα χιόνια τα ΄λιωσε βροχή»
(συρτός 7σημος)

«Γύραν καλέ γύραν τα ελατόκλαρα
γύρανε από τα χιόνια όμορφά μου χελιδόνια
Τα χιόνια καλέ τα ΄λιωσε βροχή
τα χιόνια τα ΄λιωσε βροχή και συ κοιμάσαι μοναχή
Λιώσαν καλέ τα χιόνια λιώσανε
λιώσαν τα χιόνια λιώσανε και μεις δεν ανταμώσαμε»


«Μπάρμπα Νικόλα»
(τσάμικος)

«Μη τα μαλώνεις τα παιδιά Νικόλα αχ μπάρμπα Νικόλα
μη τα μαλώνεις τα παιδιά μην τα παραχουγιάζεις
Βρε τα παιδιά είναι ζουρλά Νικόλα μπαρμπα Νικόλα
Βρε τα παιδιά είναι ζουρλά ρίχνουν και σε σκοτώνουν»


«Ρηνούλα»
(συρτός 4σημος)

«Κάτω στο ρέ ρηνάκι κάτω στο ρέμα το βαθύ
κάτω στο ρέμα το βαθύ πλένει η Ρηνούλα μοναχή
δεξιά μεριά είναι η πλύστρα της κι αριστερά η χωρίστρα της
στα κατσαρά της τα μαλλιά λαλούν αηδόνια και πουλιά
στη κεντησμένη της ποδιά λαλούν αηδόνια και πουλιά»


«Στου παπά τα παραθύρια»
(συρτός 4σημος)

«Αϊντε στου παπά τσίκι τα ποτήρια στου παπά τα παραθύρια
στου παπά τα παραθύρια κάθονται δυό μαύρα φρύδια
Αϊντε να ΄χα γω τσίκι τα ποτήρια να ΄χα γω τα μαύρα φρύδια
να ΄χα γω τα μαύρα φρύδια κι ο παπάς τα παραθύρια
Αϊντε στου παπά τσίκι τα ποτήρια στου παπά το μπαλκονάκι
στου παπά το μπαλκονάκι κάθεται ΄να κοριτσάκι...»


«Σαράντα ημέρες περπατώ»
(τσάμικος)

«Σαράντα μέ πανώρια μου σαράντα μέρες περπατώ
σαράντα μέρες περπατώ να βρω παπά πνευματικό
Κι απάνω στις πανώρια μου κι απάνω στις σαρανταδυό
κι απάνω στις σαρανταδυό βρίσκω παπά πνευματικό
Παπά μου ξε πανώρια μου παπά μου ξεμολόγα με
παπά μου ξεμολόγα με απ΄τα κρίματα συγχώρα με»


«Δημητρούλα»
(συρτός 4σημος)

«Ωρέ γιά σήκω πάνω Δημήτρω μ΄ κι άλλαξε
άϊντε και βάλε τα καλά τα καλά σου Δημητρούλα μου
Ωρέ να πά να πάμε Δημήτρω μ΄ στ΄ Αγραφα
άϊντε ψηλά στο Καρπενη Καρπενήσι Δημητρούλα μου
Να σου βαφτίσω Δημήτρω μ΄το παιδί
άϊντε να βάλω τ΄όνομα τ΄ όνομά σου Δημητρούλα μου
Ωρέ το βάφτισα Δημήτρω μ΄ το μύρωσα
άϊντε και ΄βαλα τ΄όνομα τ΄ όνομά σου Δημητρούλα μου
Ωρέ στα μάτια μοιάζει Δημήτρω μ΄του παπά
άϊντε στα φρύδια του κουμπα του κουμπάρου Δημητρούλα μου
Ωρέ σαν τι τον έχεις Δημήτρω μ΄τον παπά
άϊντε που κάθεται κοντά κοντά σου Δημητρούλα μου
Ωρέ τον έχει η μάννα μ΄Δημήτρω μ΄αδελφό
άϊντε κι εγώ τον έχω μπα βρε μπάρμπα Δημητρούλα μου»


«Καράβι αρμένιζες»
(συρτός 7σημος)

«Με καράβι αρμένιζες...
Δίχως αέρα και πανιά
δίχως πανιά κι αέρα
Βασίλω το τιμόνιζε
κι Ανθούλα τ΄αρμενίζει
Δώσ΄μας Βασίλω το φιλί
κι Ανθούλα μαύρα μάτια
Κάτσε να πιάσουμε στεριά
να αράξει το καράβι
Να ιδείς Βασίλως φίλημα
κι Ανθούλας μαύρα μάτια»



Στη κορφή του χωριού, η Δανάη στην "Αργώ"


«Βουνά μη καμαρώνετε»
(τσάμικος)

«Βουνά μη καμαρώνετε μη το ΄χετε καμάρι
γιατί βουνό ήμουν κι εγώ ψηλότερο απ΄τ΄άλλα
είχα σαρανταδυό κορφές και εξήνταδυό βρυσούλες
κάθε βρυσούλα και κλαρί κάθε κλαρί και κλέφτης»


«Αναστασιά»
(συρτός 7σημος)

«Το βλέπεις κείνο το βουνό πουν΄ πιό ψηλά απ΄τ΄άλλα
εκεί ΄ναι καημένη Αναστασιά πύργος γυάλινος
εκει ναι΄ πύργος γυάλινος με κρουσταλλένια τζάμια
μέσα καημένη Αναστασιά μέσα κοιμάται μιά ξανθιά
μέσα κοιμάται μιά ξανθιά μιάς χήρας θυγατέρα
μα πως καημένη Αναστασιά να τη ξυπνήσουμε
μα πως να τη ξυπνήσουμε και πως να της το πούμε
ξύπνα καημένη Αναστασιά κι άναψε τη φωτιά
ξύπνα κι άναψε τη φωτιά και σβήσε το λυχνάρι
γιατί καημένη Αναστασιά μας πήρε η χαραυγή
γιατί μας πήρε η χαραυγή το δόλιο μεσημέρι
παν΄ τα καημένη Αναστασιά πουλάκια γιά βοσκή
παν΄ τα πουλάκια γιά βοσκή κι όμορφες στις βρύσες
πάνε καημένη Αναστασιά να πάρουνε νερό
πάνε να πάρουνε νερό να πιούν και να γεμίσουν»


«Ενύχτωσε βρε ξαδελφέ»
(συρτός 7σημος)

«Ενύχτωσε βρε ξαδελφέ δεν έχω που να μείνω
να μείνω σε κορφή βουνού φοβάμαι από το χιόνι
να μείνω σ΄ακροθαλασσιά φοβάμαι από το κύμα
μη φουρτουνιάσ΄η θάλασσα και με τραβήξει μέσα
να μείνω στην αγάπη στην αγαπητικιά μου
να με κερνάει γλυκό κρασί ώσπου να ξημερώσει...»


«Με βλέπεις μάννα που γελώ»
(τσάμικος)

«Με βλέπεις μάννα που γελώ
και λες δεν έχω ντέρτι
Το ντέρτι το ΄χω στη καρδιά
το βάσανο στα χείλη
Δεν έχω τίνος να το πω
τίνος να μολογήσω»


Την επόμενη μέρα κι αφού πρώτα λουστήκαμε στο ίδιο ποτάμι
που λουζόταν ο Δίας αυτοπροσώπως (Λούσιος), κάναμε με το
νταουλάκι μία επανάληψη



«Πορτοκαλίτσα φύτεψα»
(συρτός 7σημος)

«Πορτοκαλίτσα φύτεψα στη φυλακή που πήγα
αμάν και πορτοκάλια έκοψα κι ακόμα δεν εβγήκα
στης φυλακής τα σίδερα ήμουν ακουμπισμένος
και σένα συλλογίστηκα και σου ΄γραψα ο καημένος
και σου ΄γραψα πάρα πολλά η ώρα περασμένη
μέσα φωναζει ο σκοπός όξω οι φυλακισμένοι»


«Του Γιάννου»
(της τάβλας)

Γιά σήκω απάνω Γιάννο μου και μη βαρειά κοιμάσαι
βρέχει ο Θεός και βρέχεσαι χιονίζει θα κρυώσεις
θα σου βραχούνε τ΄ άρματα και τα χρυσά κουμπιά σου
και τ΄ασημένιο σου σπαθί το πλουμιστό τουφέκι


«Μωρ΄περδικούλα του Μωριά», «Του Ανδρούτσου η μάννα», «Ο κάμπος επρασίνησε», «Εβγήκεν ήλιος κόκκινος», «Λαλάει τ΄αηδόνι», «Κόφτην Ελένη μ΄την ελιά», «Μαύρα γλαρά μου μάτια», «Κόρη Μαγουλιανίτισσα», «Όμορφη βλαχοπούλα», «Αμάραντος» κ.α.

(έρευνα, καταγραφή:Ανδρικόπουλος Κωνσταντίνος, ©2004)


* Την Ιστορία της Παύλιας και των διπλανών χωριών μπορεί κάποιος να βρει συγκεντρωμένη στο καταπληκτικό βιβλίο του Αριστείδη Δ. Ζευγίτη με τίτλο: «Η Ιστορία της Πάυλιας, 1460-1940».
* Αριστείδης Ζευγίτης
επίτιμος επόπτης δημοτικής εκπαίδευσης
Παύλια Γορτυνίας, Ν. Αρκαδίας
Τ.Κ. 22022 (Καρύταινα)
Τηλ.: 0049/27910/23427


*******